- γνόφῳ
- γνόφοςdarknessmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνοφώ — γνοφῶ ( όω) (AM) [γνόφος] σκεπάζω με σκοτάδι … Dictionary of Greek
γνόφωι — γνόφῳ , γνόφος darkness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκρυφής — θεοκρυφής, ές (Μ) αυτός που κρύβει τον θεό, αυτός που καλύπτει τον θεό («ἐν θεοκρυφεῖ γνόφῳ» >). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρυφής (< κρύπτω), πρβλ. ευ κρυφής, νυκτι κρυφής] … Dictionary of Greek
υπογνοφούμαι — όομαι, Μ σκυθρωπάζω («ὑπεγνοφοῡτο τὸ πρόσωπον», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γνοφῶ «σκοτεινιάζω»] … Dictionary of Greek